Δουκέτιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δουκετίου — Δουκέτιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δουκετίῳ — Δουκέτιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δουκέτιον — Δουκέτιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДУКЕТИЙ — • Ducetius, Δουκέτιος, сицилиец; когда в 5 в. до Р. X. греческие колонии в Сицилии, изгнав своих тиранов и установив демократический образ правления, впутались в междоусобные войны, он соединил туземных жителей, с целью освободить их… … Реальный словарь классических древностей
Παλική — Πόλη στο ανατολικό τμήμα της αρχαίας Σικελίας, κοντά στη λίμνη Παλικοί, που ονομάστηκε έτσι από τη λατρεία των δίδυμων θεών Παλικών. Η πόλη ιδρύθηκε το 453 π.Χ. από τον αρχηγό των ιθαγενών Σικελών, Δουκέτιο, που την χρησιμοποιούσε ως ορμητήριο… … Dictionary of Greek